- στριφώνω
- στρίφωσα, στριφώθηκα, στριφωμένος, διπλώνω την άκρη κάποιου υφάσματος και τη ράβω: Στριφώνω τη φούστα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στριφώνω — στριφώνω, στρίφωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στριφώνω — Ν διπλώνω και ράβω την άκρη υφάσματος για να μην ξεφτίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρίφω, άλλο τ. τού στρίβω* + κατάλ. ώνω] … Dictionary of Greek
στρίφωμα — το, Ν [στριφώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στριφώνω, ράψιμο αναδιπλωμένης άκρης υφάσματος για να μην ξεφτίζει 2. αναδιπλωμένη άκρη τού υφάσματος ή κορδέλα που χρησιμοποιείται για το ράψιμο αυτό … Dictionary of Greek
μαργελώνω — και μαργελλώνω (Μ μαργελώνω) φτειάχνω μαργέλι στην άκρη ενός πράγματος ή ρούχου, σχηματίζω αναδίπλωση στο άκρο φορέματος, στριφώνω, ρελιάζω («μαργελώνω το φόρεμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάργελ(λ)ον] … Dictionary of Greek
μπιρμπιλώνω — και μπιμπιλώνω [μπιρμπίλα] 1. στολίζω εσώρουχο, μαντίλι, κέντημα με μπιρμπίλα, διακοσμώ με μπιρμπίλες 2. ρελιάζω, στριφώνω … Dictionary of Greek
ρελιάζω — Ν [ρέλι] στριφώνω ύφασμα ή ένδυμα … Dictionary of Greek
ρελιάζω — ασα, στριφώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)